Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pierrót  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjerˈro]

πιερότος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pienotto pieta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pienezza (θηλ.ουσ)
pieno (ουσ αρσ )
pieno (επίθ.)
pienone (ουσ αρσ )
pienotto (επίθ.)
pierrot (ουσ αρσ )
pieta (θηλ.ουσ)
pietà (θηλ.ουσ)
pietanza (θηλ.ουσ)
pietismo (ουσ αρσ )
pietista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pietistico (επίθ.)
pietosamente (επίρ.)
pietoso (επίθ.)
pietra (θηλ.ουσ)
pietraia (θηλ.ουσ)
pietrame (ουσ αρσ )
pietrificare (ρ. μτβ.)
pietrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
pietrificato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---