Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpienézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pjeˈnettsa] 1 αρτιότητα 2 αφθονία 3 πληρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |