Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiètra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɛtra] η πέτρα, το λιθάρι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdi pietra = πέτρινος || pietra [θηλ.] preziosa = ο πολύτιμος λίθος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |