Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pietrìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈtrina]

1 πυρόλιθος
2 στουρνάρι
3 τσακμακόπετρα
4 στουρναρόπετρα
5 ίσκα
6 τσακμάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pietrificazione pietrisco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pietrame (ουσ αρσ )
pietrificare (ρ. μτβ.)
pietrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
pietrificato (επίθ.)
pietrificazione (θηλ.ουσ)
pietrina (θηλ.ουσ)
pietrisco (ουσ αρσ )
pietro (ουσ αρσ )
pietrosità (θηλ.ουσ)
pietroso (επίθ.)
pievania (θηλ.ουσ)
pievano (ουσ αρσ )
pieve (θηλ.ουσ)
pieveloce (επίθ.)
piezoelettricità (θηλ.ουσ)
piezoelettrico (επίθ.)
piezometria (θηλ.ουσ)
piezometrico (επίθ.)
piezometro (ουσ αρσ )
piezooscillatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---