Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piezòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjedˈdzɔmetro]

όργανο μέτρησης πίεσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piezometrico piezooscillatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pieveloce (επίθ.)
piezoelettricità (θηλ.ουσ)
piezoelettrico (επίθ.)
piezometria (θηλ.ουσ)
piezometrico (επίθ.)
piezometro (ουσ αρσ )
piezooscillatore (ουσ αρσ )
piezotransizione (θηλ.ουσ)
pifferaio (ουσ αρσ )
piffero (ουσ αρσ )
pigiama (ουσ αρσ )
pigiamento (ουσ αρσ )
pigia pigia (ουσ αρσ )
pigiare (ρ.αμτβ.)
pigiare (ρ. μτβ.)
pigiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pigiata (θηλ.ουσ)
pigiato (επίθ.)
pigiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pigiatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---