Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìffero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpiffero] 1 φλάουτο 2 πλαγίαυλος 3 αυλητής 4 φλογέρα 5 αυλός 6 πίφερο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |