ItalianoGreco


pigiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [piʤaˈtura]

1 ζούληγμα
2 σφίξιμο
3 σύνθλιψη
4 ζούπισμα
5 συμπίεση
6 πρεσάρισμα
7 πατίκωμα
8 σύσφιγξη
9 πάτημα
10 πίεση
11 συμπύκνωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---