Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpigmentàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [pigmenˈtare] βάφω με βαφική pigmentarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [pigmenˈtarsi] βάφoμαι με βαφική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |