Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpiʎʎo] 1 άδραγμα 2 πιάσιμο 3 άρπαγμα 4 έκφραση 5 ύφος 6 βούτηγμα 7 αρπαγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |