Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pignolerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [piɲɲoleˈria]

1 στενοκεφαλιά
2 λεπτολογία
3 τυπολατρία
4 λογιοτατισμός
5 σχολαστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pignoleggiare pignolesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pigmeo (αρσ. επίθ και ουσ)
pigna (θηλ.ουσ)
pignatta (θηλ.ουσ)
pignattaio (ουσ αρσ )
pignoleggiare (ρ.αμτβ.)
pignoleria (θηλ.ουσ)
pignolesco (επίθ.)
pignolo (ουσ αρσ )
pignolo (επίθ.)
pignone (ουσ αρσ )
pignorabile (επίθ.)
pignoramento (ουσ αρσ )
pignorare (ρ. μτβ.)
pignoratario (επίθ.)
pigolamento (ουσ αρσ )
pigolare (ρ.αμτβ.)
pigolio (ουσ αρσ )
pigramente (επίρ.)
pigrizia (θηλ.ουσ)
pigro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---