Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpignolerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [piɲɲoleˈria] 1 στενοκεφαλιά 2 λεπτολογία 3 τυπολατρία 4 λογιοτατισμός 5 σχολαστικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |