Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pignoraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [piɲɲoraˈmento]

1 δήμευση
2 ενεχυρίαση
3 είσπραξη
4 κατάσχεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pignorabile pignorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pignolesco (επίθ.)
pignolo (ουσ αρσ )
pignolo (επίθ.)
pignone (ουσ αρσ )
pignorabile (επίθ.)
pignoramento (ουσ αρσ )
pignorare (ρ. μτβ.)
pignoratario (επίθ.)
pigolamento (ουσ αρσ )
pigolare (ρ.αμτβ.)
pigolio (ουσ αρσ )
pigramente (επίρ.)
pigrizia (θηλ.ουσ)
pigro (ουσ αρσ )
pigro (επίθ.)
pila (θηλ.ουσ)
Pilade (ουσ αρσ )
pilaf (επίθ.)
pilare (ρ. μτβ.)
pilastrata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---