Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pigolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pigoˈlare]

1 ολοφύρομαι
2 χολοσκάζω
3 θρηνώ
4 τερετίζω
5 οδύρομαι
6 τιτιβίζω
7 κελαηδώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pigolamento pigolio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pignorabile (επίθ.)
pignoramento (ουσ αρσ )
pignorare (ρ. μτβ.)
pignoratario (επίθ.)
pigolamento (ουσ αρσ )
pigolare (ρ.αμτβ.)
pigolio (ουσ αρσ )
pigramente (επίρ.)
pigrizia (θηλ.ουσ)
pigro (ουσ αρσ )
pigro (επίθ.)
pila (θηλ.ουσ)
Pilade (ουσ αρσ )
pilaf (επίθ.)
pilare (ρ. μτβ.)
pilastrata (θηλ.ουσ)
pilastro (ουσ αρσ )
pilato (κύρ.όν. αρσ.)
pilatura (θηλ.ουσ)
pileo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---