Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpigolìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pigoˈlio] 1 τερέτισμα 2 κελάηδημα 3 κελάηδισμα 4 τιτίβισμα 5 τρυσμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |