ItalianoGreco


pìgro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpigro]

1 ανεπρόκοπος
2 ακαμάτης
3 αχμάκης
4 σπαρίλας
5 τζερεμές
6 τεμπελχανάς
7 τεμπέλης άνθρωπος
8 αρχιτεμπέλης
9 τεμπελόσκυλο
10 κοπρόσκυλο

pìgro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpigro]

τεμπέλης (-α, -ικο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---