Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpillàcchera
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pilˈlakkera] 1 αξιοπρόσεκτη ατέλεια 2 τσαλαβούτημα στη λάσπη 3 πιτσίλισμα 4 ελάττωμα 5 κουσούρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |