ItalianoGreco


pillòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pilˈlɔtto]

κουτάλα για το άλειμμα κρέατος κατά το ψήσιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---