Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pillòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pilˈlɔtto]

κουτάλα για το άλειμμα κρέατος κατά το ψήσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pillottare pilone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pillare (ρ. μτβ.)
pillo (ουσ αρσ )
pillola (θηλ.ουσ)
pillolare (επίθ.)
pillottare (ρ. μτβ.)
pillotto (ουσ αρσ )
pilone (ουσ αρσ )
pilorico (επίθ.)
piloro (ουσ αρσ )
pilota (ουσ αρσ )
pilota (θηλ.ουσ)
pilota (επίθ.)
pilotaggio (ουσ αρσ )
pilotare (ρ. μτβ.)
pilotina (θηλ.ουσ)
piluccare (ρ. μτβ.)
piluccone (ουσ αρσ )
pimentare (ρ. μτβ.)
pimento (ουσ αρσ )
pimpante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---