Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìleo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpileo] 1 κορυφή κεφαλιού πουλιού 2 επάνω τμήμα κεφαλιού πουλιού από το ράμφος μέχρι το σβέρκο 3 καπέλο των Ρωμαίων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |