Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pigrìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [piˈgrittsja]

η τεμπελιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pigramente pigro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pignoratario (επίθ.)
pigolamento (ουσ αρσ )
pigolare (ρ.αμτβ.)
pigolio (ουσ αρσ )
pigramente (επίρ.)
pigrizia (θηλ.ουσ)
pigro (ουσ αρσ )
pigro (επίθ.)
pila (θηλ.ουσ)
Pilade (ουσ αρσ )
pilaf (επίθ.)
pilare (ρ. μτβ.)
pilastrata (θηλ.ουσ)
pilastro (ουσ αρσ )
pilato (κύρ.όν. αρσ.)
pilatura (θηλ.ουσ)
pileo (ουσ αρσ )
pileoriza (θηλ.ουσ)
piliere (ουσ αρσ )
pilifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---