Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpignóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [piɲˈɲone] 1 πρόχωμα 2 τάφρος 3 πρόχωμα 4 οδοντωτός τροχός 5 τροχίσκος 6 μικρότερο γρανάζι σειράς 7 ανάχωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |