Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpignoleggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [piɲoledˈʤare] 1 σχολαστικίζω 2 είμαι σχολαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |