Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pigménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pigˈmento]

1 χρωστική ουσία
2 βαφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pigmentazione pigmeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pigmalione (ουσ αρσ )
pigmentare (ρ. μτβ.)
pigmentarsi (ρ.μ. (αντων.))
pigmentario (επίθ.)
pigmentazione (θηλ.ουσ)
pigmento (ουσ αρσ )
pigmeo (αρσ. επίθ και ουσ)
pigna (θηλ.ουσ)
pignatta (θηλ.ουσ)
pignattaio (ουσ αρσ )
pignoleggiare (ρ.αμτβ.)
pignoleria (θηλ.ουσ)
pignolesco (επίθ.)
pignolo (ουσ αρσ )
pignolo (επίθ.)
pignone (ουσ αρσ )
pignorabile (επίθ.)
pignoramento (ουσ αρσ )
pignorare (ρ. μτβ.)
pignoratario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---