Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpigménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pigˈmento] 1 χρωστική ουσία 2 βαφή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |