Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpignattàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [piɲɲatˈtajo] 1 πηλοπλάστης 2 κεραμέας 3 τσουκαλάς 4 κεραμοποιός 5 αγγειοπλάστης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |