Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpigliamósche
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [piʎʎaˈmoske] 1 φυτό dionaea muscipula 2 μυγοχάφτης muscicapa grisola permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |