Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpigionànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [piʤoˈnante] 1 μισθωτής 2 νοικάρης 3 ενοικιαστής 4 οικότροφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |