Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpigiàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [piˈʤata] 1 συνωστισμός 2 στριμωξίδι 3 σύνθλιψη 4 στρίμωγμα 5 συμπίεση 6 ζούπισμα 7 πρεσάρισμα 8 πατίκωμα 9 πάτημα 10 σύσφιγξη 11 πίεση 12 ζούληγμα 13 συμπύκνωση 14 σφίξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |