Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pigiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [piʤaˈmento]

1 συνωστισμός
2 σπρώξιμο
3 στρίμωγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pigiama pigia pigia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piezooscillatore (ουσ αρσ )
piezotransizione (θηλ.ουσ)
pifferaio (ουσ αρσ )
piffero (ουσ αρσ )
pigiama (ουσ αρσ )
pigiamento (ουσ αρσ )
pigia pigia (ουσ αρσ )
pigiare (ρ.αμτβ.)
pigiare (ρ. μτβ.)
pigiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pigiata (θηλ.ουσ)
pigiato (επίθ.)
pigiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pigiatrice (θηλ.ουσ)
pigiatura (θηλ.ουσ)
pigionante (ουσ αρσ και θηλ.)
pigione (θηλ.ουσ)
piglia (ουσ αρσ )
pigliamosche (ουσ αρσ )
pigliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---