Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pifferàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [piffeˈrajo]

αυλητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piezotransizione piffero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piezometria (θηλ.ουσ)
piezometrico (επίθ.)
piezometro (ουσ αρσ )
piezooscillatore (ουσ αρσ )
piezotransizione (θηλ.ουσ)
pifferaio (ουσ αρσ )
piffero (ουσ αρσ )
pigiama (ουσ αρσ )
pigiamento (ουσ αρσ )
pigia pigia (ουσ αρσ )
pigiare (ρ.αμτβ.)
pigiare (ρ. μτβ.)
pigiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pigiata (θηλ.ουσ)
pigiato (επίθ.)
pigiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pigiatrice (θηλ.ουσ)
pigiatura (θηλ.ουσ)
pigionante (ουσ αρσ και θηλ.)
pigione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---