Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìgia pìgia
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,piʤaˈpiʤa] 1 κοσμοσυρροή 2 πυκνή συγκέντρωση πλήθους 3 πλήθος που συνωστίζεται σαν τις σαρδέλες 4 πυκνό πλήθος 5 συνωστισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |