Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pigiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [piˈʤare]

1 επιμένω
2 στριμώχνομαι
3 στοιβάζομαι
4 συνωστίζομαι
5 ασφυκτιώ
6 διαγκωνίζομαι

pigiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [piˈʤare]

1 ποδοκυλώ
2 σπρώχνω
3 πατώ
4 συντρίβω
5 συνθλίβω
6 τσαλαπατώ
7 καταπατώ
8 ποδοπατώ
9 πιέζω
10 στουπώνω
11 γεμίζω συμπιέζοντας
12 πατικώνω

pigiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [piˈʤarsi]

1 στοιβάζομαι
2 συνωθούμαι
3 ασφυκτιώ
4 συνωστίζομαι
5 στριμώχνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pigia pigia pigiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pifferaio (ουσ αρσ )
piffero (ουσ αρσ )
pigiama (ουσ αρσ )
pigiamento (ουσ αρσ )
pigia pigia (ουσ αρσ )
pigiare (ρ.αμτβ.)
pigiare (ρ. μτβ.)
pigiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pigiata (θηλ.ουσ)
pigiato (επίθ.)
pigiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pigiatrice (θηλ.ουσ)
pigiatura (θηλ.ουσ)
pigionante (ουσ αρσ και θηλ.)
pigione (θηλ.ουσ)
piglia (ουσ αρσ )
pigliamosche (ουσ αρσ )
pigliare (ρ. μτβ.)
piglio (ουσ αρσ )
pigmalione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---