Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pietróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈtroso], [pjeˈtrozo]

1 πέτρινος
2 πετρένιος
3 λίθινος
4 πετρώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pietrosità pievania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pietrificazione (θηλ.ουσ)
pietrina (θηλ.ουσ)
pietrisco (ουσ αρσ )
pietro (ουσ αρσ )
pietrosità (θηλ.ουσ)
pietroso (επίθ.)
pievania (θηλ.ουσ)
pievano (ουσ αρσ )
pieve (θηλ.ουσ)
pieveloce (επίθ.)
piezoelettricità (θηλ.ουσ)
piezoelettrico (επίθ.)
piezometria (θηλ.ουσ)
piezometrico (επίθ.)
piezometro (ουσ αρσ )
piezooscillatore (ουσ αρσ )
piezotransizione (θηλ.ουσ)
pifferaio (ουσ αρσ )
piffero (ουσ αρσ )
pigiama (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---