Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpietrificàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pjetrifiˈkato] 1 απολιθωμένος 2 πετρωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |