Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pietrificàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjetrifiˈkato]

1 απολιθωμένος
2 πετρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pietrificarsi pietrificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pietra (θηλ.ουσ)
pietraia (θηλ.ουσ)
pietrame (ουσ αρσ )
pietrificare (ρ. μτβ.)
pietrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
pietrificato (επίθ.)
pietrificazione (θηλ.ουσ)
pietrina (θηλ.ουσ)
pietrisco (ουσ αρσ )
pietro (ουσ αρσ )
pietrosità (θηλ.ουσ)
pietroso (επίθ.)
pievania (θηλ.ουσ)
pievano (ουσ αρσ )
pieve (θηλ.ουσ)
pieveloce (επίθ.)
piezoelettricità (θηλ.ουσ)
piezoelettrico (επίθ.)
piezometria (θηλ.ουσ)
piezometrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---