Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpienòtto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pjeˈnɔtto] 1 στρουμπουλός 2 κοντόχοντρος 3 φουσκομάγουλος 4 χοντρός 5 όμοιος με βαρέλι 6 παχουλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |