Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pienóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈnone]

1 γεμάτο ασφυκτικά θέατρο
2 λαοθάλασσα
3 μεγάλο πλήθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pieno pienotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piena (θηλ.ουσ)
pienamente (επίρ.)
pienezza (θηλ.ουσ)
pieno (ουσ αρσ )
pieno (επίθ.)
pienone (ουσ αρσ )
pienotto (επίθ.)
pierrot (ουσ αρσ )
pieta (θηλ.ουσ)
pietà (θηλ.ουσ)
pietanza (θηλ.ουσ)
pietismo (ουσ αρσ )
pietista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pietistico (επίθ.)
pietosamente (επίρ.)
pietoso (επίθ.)
pietra (θηλ.ουσ)
pietraia (θηλ.ουσ)
pietrame (ουσ αρσ )
pietrificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---