Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pièno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɛno]

auto το φουλάρισμα

pièno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɛno]

γεμάτος (-η, -ο), πλήρης (-ης, -ες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pienezza pienone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a tempo pieno = με πληρή απασχόληση || in pieno giorno = μέρα μεσημέρι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piemontese (ουσ αρσ )
piemontese (επίθ.)
piena (θηλ.ουσ)
pienamente (επίρ.)
pienezza (θηλ.ουσ)
pieno (ουσ αρσ )
pieno (επίθ.)
pienone (ουσ αρσ )
pienotto (επίθ.)
pierrot (ουσ αρσ )
pieta (θηλ.ουσ)
pietà (θηλ.ουσ)
pietanza (θηλ.ουσ)
pietismo (ουσ αρσ )
pietista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pietistico (επίθ.)
pietosamente (επίρ.)
pietoso (επίθ.)
pietra (θηλ.ουσ)
pietraia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---