Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiemontése
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pjemonˈtese], [pjemonˈteze] κάτοικος του Πιεμόντε piemontése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pjemonˈtese], [pjemonˈteze] ο του Πιεμόντε permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |