Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passéggio (ουσ αρσ ) passivìsmo (ουσ αρσ )
passe–partout (ουσ αρσ ) passività (θηλ.ουσ)
pàssera (θηλ.ουσ) passìvo (ουσ αρσ )
passeràcei (ουσ αρσ πληθ.) passìvo (επίθ.)
passeràio (ουσ αρσ ) pàsso (ουσ αρσ )
passerèlla (θηλ.ουσ) pàsso (επίθ.)
pàssero (ουσ αρσ ) passolina (θηλ.ουσ)
passeròtto (ουσ αρσ ) pàsta (θηλ.ουσ)
passìbile (επίθ.) pastafròlla (θηλ.ουσ)
passiflòra (θηλ.ουσ) pastàio (ουσ αρσ )
pàssim (επίρ.) pastasciùtta (θηλ.ουσ)
passìno (ουσ αρσ ) pasteggiàbile (επίθ.)
pàssio (ουσ αρσ ) pasteggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
passionàle (επίθ.) pastèlla (θηλ.ουσ)
passionalità (θηλ.ουσ) pastellìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
passionàrio (ουσ αρσ ) pastèllo (αρσ. επίθ και ουσ)
passionàto (επίθ.) pastétta (θηλ.ουσ)
passióne (θηλ.ουσ) pastìcca (θηλ.ουσ)
passionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) pasticcerìa (θηλ.ουσ)
passìsta (ουσ αρσ και θηλ.) pasticciàre (ρ. μτβ.)
passìto (αρσ. επίθ και ουσ) pasticciàto (επίθ.)
passivaménte (επίρ.) pasticcière (ουσ αρσ )
passivànte (επίθ.) pasticcìno (ουσ αρσ )
passivàre (ρ. μτβ.) pastìccio (ουσ αρσ )
passivazióne (θηλ.ουσ) pasticcióne (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: