Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oscurantìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) ospedalizzazióne (θηλ.ουσ)
oscurantìstico (επίθ.) ospitàle (επίθ.)
oscuràre (ρ.αμτβ.) ospitalità (θηλ.ουσ)
oscuràre (ρ. μτβ.) ospitànte (επίθ.)
oscurarsi (ρ.μ. (αντων.)) ospitàre (ρ. μτβ.)
oscuratóre (αρσ. επίθ και ουσ) òspite (ουσ αρσ και θηλ.)
oscurazióne (θηλ.ουσ) òspite (επίθ.)
oscurità (θηλ.ουσ) ospìzio (ουσ αρσ )
oscùro (ουσ αρσ ) ossalàto (ουσ αρσ )
oscùro (επίθ.) ossàlico (επίθ.)
osìride (θηλ.ουσ) ossàme (ουσ αρσ )
osmidròsi (θηλ.ουσ) ossàrio (ουσ αρσ )
òsmio (ουσ αρσ ) ossatùra (θηλ.ουσ)
osmòmetro (ουσ αρσ ) osseìna (θηλ.ουσ)
osmòsi (θηλ.ουσ) òsseo (επίθ.)
osmotàssi (θηλ.ουσ) ossequènte (επίθ.)
osmotattìsmo (ουσ αρσ ) ossequiàre (ρ. μτβ.)
osmòtico (επίθ.) ossèquio (ουσ αρσ )
ospedàle (ουσ αρσ ) ossequiosaménte (επίρ.)
ospedalétto (ουσ αρσ ) ossequiosità (θηλ.ουσ)
ospedalière (ουσ αρσ ) ossequióso (επίθ.)
ospedalière (επίθ.) osservàbile (θηλ. επίθ και ουσ)
ospedalièro (ουσ αρσ ) osservànte (ουσ αρσ και θηλ.)
ospedalièro (επίθ.) osservànte (επίθ.)
ospedalizzàre (ρ. μτβ.) osservànza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: