Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

novìssimo (αρσ. επίθ και ουσ) nucleònica (θηλ.ουσ)
novità (θηλ.ουσ) nucleoplàsma (ουσ αρσ )
novìzia (θηλ.ουσ) nucleoproteìna (θηλ.ουσ)
noviziàto (ουσ αρσ ) nuclìde (ουσ αρσ )
novìzio (αρσ. επίθ και ουσ) nudìsmo (ουσ αρσ )
novocaìna (θηλ.ουσ) nudìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
nozionàle (επίθ.) nudìsta (επίθ.)
nozióne (θηλ.ουσ) nudistico (επίθ.)
nozionìsmo (ουσ αρσ ) nudità (θηλ.ουσ)
nozionìstico (επίθ.) nùdo (ουσ αρσ )
nòzze (θηλ.ουσ) nùdo (επίθ.)
nuànce (θηλ.ουσ) nùgolo (ουσ αρσ )
nùbe (θηλ.ουσ) nùlla (ουσ αρσ )
nubifràgio (ουσ αρσ ) nùlla (αντων.)
nubilàto (ουσ αρσ ) nùlla (επίρ.)
nùbile (επίθ.) nullàggine (θηλ.ουσ)
nùca (θηλ.ουσ) nullaòsta (ουσ αρσ )
nucàle (αρσ. επίθ και ουσ) nullatenènte (ουσ αρσ και θηλ.)
nucleàre (επίθ.) nullatenènte (επίθ.)
nucleàto (επίθ.) nullatenènza (θηλ.ουσ)
nuclèico (επίθ.) nullìsmo (ουσ αρσ )
nucleìna (θηλ.ουσ) nullità (θηλ.ουσ)
nùcleo (ουσ αρσ ) nùllo (οριστ. επίθ.)
nuclèolo (ουσ αρσ ) nùme (ουσ αρσ )
nucleóne (ουσ αρσ ) nùmeno (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: