Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnullatenènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,nullateˈnɛntsa] 1 έλλειψη περιουσίας 2 ακτησία 3 ακτημοσύνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |