Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


numeràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [numeˈrale]

1 ψηφίο
2 αριθμητικό
3 αριθμός
4 νούμερο

numeràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [numeˈrale]

αριθμητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  numerabilità numerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nullo (οριστ. επίθ.)
nume (ουσ αρσ )
numeno (ουσ αρσ )
numerabile (αρσ. επίθ και ουσ)
numerabilità (θηλ.ουσ)
numerale (ουσ αρσ )
numerale (επίθ.)
numerare (ρ. μτβ.)
numerario (ουσ αρσ )
numerato (αρσ. επίθ και ουσ)
numeratore (αρσ. επίθ και ουσ)
numerazione (θηλ.ουσ)
numericamente (επίρ.)
numerico (επίθ.)
numero (ουσ αρσ )
numerosità (θηλ.ουσ)
numeroso (επίθ.)
numida (ουσ αρσ και θηλ.)
numida (επίθ.)
numidico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---