Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnùmida
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈnumida] κάτοικος Νουμιδίας nùmida επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈnumida] ο της Νουμιδίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |