Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnuòto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnwɔto] το κολύμπι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnuoto [αρσ.] a rana = το πρόσθιο κολύμπι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |