Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nuovaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [nwovaˈmente]

πάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Nuova Inghilterra Nuova Scozia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nuotatore (ουσ αρσ )
nuoto (ουσ αρσ )
nuova (θηλ.ουσ)
Nuova Guinea (κύρ.όν. θηλ.)
Nuova Inghilterra (κύρ.όν. θηλ.)
nuovamente (επίρ.)
Nuova Scozia (κύρ.όν. θηλ.)
Nuova York (κύρ.όν. θηλ.)
Nuova Zelanda (κύρ.όν. θηλ.)
nuovo (ουσ αρσ )
nuovo (επίθ.)
Nuovo Messico (κύρ.όν. αρσ.)
nutazione (θηλ.ουσ)
nutria (θηλ.ουσ)
nutrice (θηλ.ουσ)
nutriente (αρσ. επίθ και ουσ)
nutrimento (ουσ αρσ )
nutrire (ρ. μτβ.)
nutritivo (επίθ.)
nutrito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---