Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnuòvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnwɔvo] 1 το νέο 2 το καινούργιο 3 καινοτομία 4 νεωτερισμός nuòvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈnwɔvo] καινούργιος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdi nuovo = ξανά, πάλι || nuovo di zecca = ολοκαίνουργιος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |