Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nutrizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nutritˈtsjone]

1 τροφοδότηση
2 τάισμα
3 θρεπτική τροφή
4 τροφή
5 θρέψη
6 διατροφή
7 τάγισμα
8 σίτιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nutrizionale nutrizionista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nutrire (ρ. μτβ.)
nutritivo (επίθ.)
nutrito (επίθ.)
nutritore (αρσ. επίθ και ουσ)
nutrizionale (επίθ.)
nutrizione (θηλ.ουσ)
nutrizionista (ουσ αρσ και θηλ.)
nuvola (θηλ.ουσ)
nuvolaglia (θηλ.ουσ)
nuvolo (ουσ αρσ )
nuvolo (επίθ.)
nuvolosità (θηλ.ουσ)
nuvoloso (επίθ.)
nuziale (επίθ.)
nuzialità (θηλ.ουσ)
nylon (ουσ αρσ )
o (σύνδ.)
o (επιφ.)
oasi (θηλ.ουσ)
obbedire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---