ItalianoGreco


nùvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnuvolo]

1 νέφος
2 πλήθος
3 συννεφιασμένος καιρός
4 εσμός

nùvolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈnuvolo]

1 νεφώδης
2 ομιχλώδης
3 συννεφιασμένος
4 μουντός
5 νεφελοσκέπαστος
6 νεφοσκεπής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---