Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnutrìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [nuˈtrito] 1 θραψερός 2 μεγαλωμένος 3 πολυάριθμος 4 θρεμμένος 5 αναθρεμμένος 6 ευτραφής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |