Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnutritóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [nutriˈtore] 1 ταγίστρα ζώων 2 σκαφίδι ταγίσματος ζώων 3 τρέφων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |