Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nùtria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnutrja]

τρωκτικό myocastor coypus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nutazione nutrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Nuova Zelanda (κύρ.όν. θηλ.)
nuovo (ουσ αρσ )
nuovo (επίθ.)
Nuovo Messico (κύρ.όν. αρσ.)
nutazione (θηλ.ουσ)
nutria (θηλ.ουσ)
nutrice (θηλ.ουσ)
nutriente (αρσ. επίθ και ουσ)
nutrimento (ουσ αρσ )
nutrire (ρ. μτβ.)
nutritivo (επίθ.)
nutrito (επίθ.)
nutritore (αρσ. επίθ και ουσ)
nutrizionale (επίθ.)
nutrizione (θηλ.ουσ)
nutrizionista (ουσ αρσ και θηλ.)
nuvola (θηλ.ουσ)
nuvolaglia (θηλ.ουσ)
nuvolo (ουσ αρσ )
nuvolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---