Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nùmero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnumero]

1 ο αριθμός
2 teatro το νούμερο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  numerico numerosità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


numero [αρσ.] di scarpe = το νούμερο παπουτσιών || numero [αρσ.] di telefono = ο αριθμός τηλεφώνου || numero [αρσ.] pari = ο ζυγός αριθμός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

numerato (αρσ. επίθ και ουσ)
numeratore (αρσ. επίθ και ουσ)
numerazione (θηλ.ουσ)
numericamente (επίρ.)
numerico (επίθ.)
numero (ουσ αρσ )
numerosità (θηλ.ουσ)
numeroso (επίθ.)
numida (ουσ αρσ και θηλ.)
numida (επίθ.)
numidico (επίθ.)
numismatica (θηλ.ουσ)
numismatico (ουσ αρσ )
numismatico (επίθ.)
nuncupativo (επίθ.)
nuncupazione (θηλ.ουσ)
nunzio (ουσ αρσ )
nuocere (ρ.αμτβ.)
nuora (θηλ.ουσ)
nuotare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---